- ἐναιωρήματος
- ἐναιώρημαsuspended matterneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και … Dictionary of Greek
ισοηλεκτρικό σημείο — (Χημ.). Ονομάζεται η τιμή του πε χα του μέσου διασποράς ενός κολλοειδούς εναιωρήματος ή ενός αμφολύτη, για την οποία η διαλυμένη ουσία δεν κινείται σε ηλεκτροφορητικό πεδίο. Ο όρος ι.σ. παριστάνεται διεθνώς ως pI. Οι αμφολύτες είναι μόρια στα… … Dictionary of Greek